- στραγγαλόδεσμος
- ο, Νναυτ. κοινή ονομασία τής δετηρίας, αλλ. ληγαδούρα ή τσαπράζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στραγγαλόστροφος — ο, Ν ναυτ. ο στραγγαλόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + στροφος (< στροφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek